ξετελειώνω

ξετελειώνω
μετ. завершать, полностью заканчивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξετελειώνω" в других словарях:

  • ξετελειώνω — 1. φέρω εις πέρας, περατώνω, τελειώνω 2. πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • ξετελεύω — (στον Ερωτόκρ.) ξετελειώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + τελεύω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»